φθορέας

φθορέας
φθορέᾱς , φθορεύς
corrupter
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φθορέας — ο / φθορεύς, έως, ΝΜΑ 1. αυτός που επιφέρει σταδιακή καταστροφή 2. διαφθορέας νεοελλ. (αερον.) μικρή στενή πλάκα ή σειρά από πλάκες ή άλλη διάταξη που προεξέχει από την επάνω επιφάνεια τής πτέρυγας ή από την άτρακτο αεροπλάνου και η οποία… …   Dictionary of Greek

  • αεροπέδη — η (ή φθορέας spoiler) (Αερον.) μικρή στενή πλάκα ή σειρά από πλάκες, ή άλλη διάταξη που προεξέχει από την επάνω επιφάνεια τής πτέρυγας ή από την άτρακτο τού αεροπλάνου και χρησιμεύει για να αυξήσει την οπισθέλκουσα, υποβοηθώντας έτσι την… …   Dictionary of Greek

  • φθορεύς — έως, ὁ, ΜΑ βλ. φθορέας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”